έντονος

έντονος
η , ο [ος , ον ]
1) прям. , перен. наткнутый; напряжённый (об отношениях и т. п.); 2) напряжённый, интенсивный;

έντονη δράση — интенсивная деятельность;

3) резкий; сильный;

έντονη φωνή — резкий голос;

έντονο υφός — повышенный тон;

έντονο πάθος — сильная страсть;

έντον πόνος — резкая боль;

έντονο χρώμα ( — или έντον χρωματισμός) — яркая, интенсивная окраска;

έντονα χαρακτηριστικά τού προσώπου — резкие черты лица;

έντονες αντιρρήσεις — резкие возражения;

4) решительный, энергичный;

έντονη διαμαρτυρία — решительный протест;

προβαίνω εις εντόνους παραστάσεις делать решительное заявление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έντονος" в других словарях:

  • ἔντονος — sinewy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντονος — η, ο (AM ἔντονος, ον) εκείνος που έχει ένταση, σφοδρός («έντονες αντιδράσεις», «έντονο διάβημα») 2. αυτός που προκαλεί ζωηρά αισθήματα («έντονα χρώματα», «έντονος πόνος») αρχ. 1. τεντωμένος 2. (για πρόσ.) ρωμαλέος, νευρώδης 3. ικανός («ἔντονος… …   Dictionary of Greek

  • έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντονώτερον — ἔντονος sinewy masc acc comp sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc comp sg ἔντονος sinewy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονώτατα — ἔντονος sinewy adverbial superl ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντονώτατον — ἔντονος sinewy masc acc superl sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντόνως — ἔντονος sinewy adverbial ἔντονος sinewy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντονον — ἔντονος sinewy masc/fem acc sg ἔντονος sinewy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… …   Dictionary of Greek

  • ἐντονωτάτην — ἔντονος sinewy fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»